μοναχοί

μοναχοί
μοναχός
unique
masc nom/voc pl
μοναχόω
make single
pres subj mp 2nd sg
μοναχόω
make single
pres ind mp 2nd sg
μοναχόω
make single
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μοναχοί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 28 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αμαξάδων …   Dictionary of Greek

  • Τερτιάριοι — Μοναχοί, που ανήκουν στο λεγόμενο τρίτο τάγμα της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας, που ιδρύθηκε τον 13o αι. Ο όρος είναι ελληνικός και αποδίδει το λατινικό tertius ordo de poenitentia. Το τρίτο τάγμα ιδρύθηκε για όλους εκείνους, που για κάποιο λόγο δεν… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • αγιολογία — Ο ιστορικός κλάδος της θεολογικής επιστήμης που ασχολείται με τους βίους των αγίων. Πρώτη απόπειρα αγιολογικής συγγραφής αποτελούν οι Πράξεις των Αποστόλων, που τις ακολούθησαν, εξαιτίας των διωγμών, οι συλλογές βίων μαρτύρων, όπως π.χ. οι… …   Dictionary of Greek

  • Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μοναχισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ιδιάζουσα πραγματοποίηση της τάσης αποχωρισμού και απάρνησης του κόσμου για την ικανοποίηση εσωτερικών απαιτήσεων ηθικής και πνευματικής τελειοποίησης διά της προσευχής, της ταλαιπώρησης της σάρκας, των… …   Dictionary of Greek

  • Αββάδες — Οσιομάρτυρες και άγιοι της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η γραφή με δύο β διατηρείται εδώ για λόγους κυρίως ιστορικούς. 1. «Τριάκοντα τρεις» μοναχοί στη Ραϊθώ, περιοχή του Σινά. Σφαγιάστηκαν από Άραβες ληστές τον 6ο αι. 2. «Τριάκοντα οκτώ» μοναχοί,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”